- επαμαξεύω
- ἐπαμαξεύω, ιων. τ., αντί ἐφαμαξεύω (Α)1. διέρχομαι πάνω σε άμαξα2. παθ. (για τη γη) έχω ίχνη τροχών άμαξας («γῆ ἀρρώξ οὐδ' ἐπημαξευμένη» Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπημαξευμένη — ἐπαμαξεύω traverse with cars perf part mp fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)